- φωσφίνες
- οι(χημ.), οργανικές ενώσεις που προέρχονται από το φωσφορούχο υδρογόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
φωσφίνη — η, Ν χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φωσφόρου με το υδρογόνο, πολύ τοξικό, άχρωμο και εύφλεκτο αέριο, που σχηματίζει μια σειρά παραγώγων του, γνωστών με την περιληπτική ονομασία φωσφίνες, στα μόρια τών οποίων ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου… … Dictionary of Greek
φωσφινικός — ή, ό, Ν [φωσφίνη] φρ. «φωσφινικά οξέα» χημ. οξέα που σχηματίζουν οι δευτεροταγείς φωσφίνες με παρουσία ισχυρών οξειδωτικών μέσων … Dictionary of Greek
φωσφινοξείδιο — το, Ν [φωσφίνη] συν. στον πληθ. τα φωσφινοξείδια χημ. οξέα που σχηματίζουν οι τριτοταγείς φωσφίνες με παρουσία ισχυρών οξειδωτικών μέσων … Dictionary of Greek
φωσφονικός — ή, ό, Ν [φωσφίνη] φρ. «φωσφονικά οξέα» χημ. οξέα που σχηματίζουν οι πρωτοταγείς φωσφίνες με παρουσία ισχυρών οξειδωτικών μέσων … Dictionary of Greek
ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα … Dictionary of Greek